- ξυλόμοχλον
- ξῠλό-μοχλον, τό,A wooden bolt, POxy. 1923.21 (v/vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλόμοχλον — ξυλόμοχλον, τὸ (ΑΜ) ξύλινος μοχλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μοχλός] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek